- μεταγγίζω
- μετ. переливать (из одного сосуда в другой)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταγγίζω — (ΑM μεταγγίζω) μεταφέρω υγρό από ένα αγγείο σε άλλο («τούτῳ τῷ μηνὶ τοὺς οἴνους μεταγγίσομεν», Γεωπ.) νεοελλ. διοχετεύω υγρό μσν. αρχ. (μέσ. παθ.) μεταγγίζομαι (για την ψυχή κατά την πυθαγόρεια μετεμψύχωση) μεταφέρομαι σε άλλο σώμα («ἐρῶ δὲ ὑμῑν… … Dictionary of Greek
μεταγγίζω — μετάγγισα, μεταγγίστηκα, μεταφέρω υγρό από ένα δοχείο σε άλλο: Μετάγγισαν το αίμα σε φιάλες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταγγιζόμενον — μεταγγίζω pour from one vessel into another pres part mp masc acc sg μεταγγίζω pour from one vessel into another pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγγιζόντων — μεταγγίζω pour from one vessel into another pres part act masc/neut gen pl μεταγγίζω pour from one vessel into another pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγγίζει — μεταγγίζω pour from one vessel into another pres ind mp 2nd sg μεταγγίζω pour from one vessel into another pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγγίζουσι — μεταγγίζω pour from one vessel into another pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μεταγγίζω pour from one vessel into another pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγγίζουσιν — μεταγγίζω pour from one vessel into another pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μεταγγίζω pour from one vessel into another pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγγίσομεν — μεταγγίζω pour from one vessel into another aor subj act 1st pl (epic) μεταγγίζω pour from one vessel into another fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάγγιζε — μεταγγίζω pour from one vessel into another pres imperat act 2nd sg μεταγγίζω pour from one vessel into another imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγγιζομένης — μεταγγίζω pour from one vessel into another pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγγιζόμενα — μεταγγίζω pour from one vessel into another pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)